- κρυπτός
- -ή, -ό (AM κρυπτός, -ή, -όν) [κρύπτω]1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.)2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» — εντελώς κρυφάμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτόντα απόκρυφα μέρη τού σώματοςμσν.-αρχ.1. αυτός που βρίσκεται βαθιά2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυπτάτα μυστικάαρχ.1. απατηλός (ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῡται λόγος», Αισχύλ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρυπτόςο μεταμφιεσμένος κατάσκοπος3. το θηλ. ως ουσ. ή κρυπτήα) σώμα κατασκόπων τού κράτους τους οποίους μεταχειρίζονταν οι Αθηναίοι στις υποτελείς πόλειςβ) η μυστική αποστολή στην οποία υποβάλλονταν οι νέοι τής Σπάρτης για σκληραγωγία, η κρυπτεία4. φρ. «τὸ κρυπτὸν τῆς πολιτείας» — ο μυστικός χαρακτήρας τών (σπαρτιατικών) οργανώσεων5. φρ. «κρυπτὰ ἥβα» — έφηβος που κρύβεται (Ευρ).επίρρ...κρυπτώς (AM κρυπτῶς)κρυφά, μυστικά.
Dictionary of Greek. 2013.